- Τατιανοῦ
- Τατιανόςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MAGNESIA — I. MAGNESIA sive Conclusiones experimentales de effectibus Magnetis, nomen libri ab Athan. Kirchero in lucem emissi: cditi Herbipoli A. C. 1630. in quarto. II. MAGNESIA urbs Asiae, in Ioniâ, teste Pliniô, l. 5. c. 29. vel in Cariâ apud Maeandrum… … Hofmann J. Lexicon universale
πατρολογία — Κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τη μελέτη του βίου και ιδίως με την έρευνα και τη σπουδή των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας. Εδικότερα, η π. εξετάζει το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, τη γνησιότητα ή μη των έργων τους,… … Dictionary of Greek
Βαάνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βυζαντινός στρατηγός (7ος αι. μ.Χ.). Πήρε μέρος στην εκστρατεία του αυτοκράτορα Ηρακλείου εναντίον των Περσών (618) και τον επόμενο χρόνο στάλθηκε εναντίον των Αράβων. Πέτυχε σημαντικές νίκες εναντίον τους και τελικά… … Dictionary of Greek
εγκρατίτες ή εγκρατικοί — Χριστιανοί αιρετικοί του 2ου αι. Ήταν οπαδοί του αιρετικού Τατιανού και έδρασαν κυρίως στην Αντιόχεια, στην Κιλικία, στην Αττάλεια, στην Ισαυρία, στη Φρυγία και στη Γαλατία της Μικράς Ασίας. Οι οπαδοί της αίρεσης πίστευαν με φανατισμό στην αποχή… … Dictionary of Greek